λεπτοπροσωπία

λεπτοπροσωπία
η [λεπτοπρόσωπος]
ανθρωπολ. χαρακτηριστικό ανθρώπων ή ανθρώπινων φυλών που εμφανίζουν πρόσωπο μακρύ και στενό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λεπτοπρόσωπος — η, ο 1. ανθρωπολ. αυτός που εμφανίζει λεπτοπροσωπία 2. αυτός που έχει πρόσωπο με λεπτά χαρακτηριστικά …   Dictionary of Greek

  • μακροπροσωπία — η [μακροπρόσωπος] 1. το να έχει κάποιος μακρύ πρόσωπο 2. ανθρωπολ. η επικράτηση τού ύψους έναντι τού πλάτους στις διαστάσεις τού προσώπου, αλλ. λεπτοπροσωπία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”